- αμφίχυτος
- ἀμφίχυτος, -ον (Α) [ἀμφιχέω]1. ο χυτός ολόγυρα2. (για τείχος) ο κατασκευασμένος από χώμα και όχι από πέτρες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφίχυτος — poured around masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίχυτον — ἀμφίχυτος poured around masc/fem acc sg ἀμφίχυτος poured around neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιχέω — ἀμφιχέω (Α) Ι. ενεργ. περιχύνω, περιβάλλω παθ. 1. χύνομαι, διασκορπίζομαι παντού 2. (για πρόσωπα) περιπτύσσομαι, πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, αγκαλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χέω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίχυτος] … Dictionary of Greek